γαμφηλαί

γαμφηλαί
γαμφηλαί, ῶν, αἱ,
A jaws of animals, as of the lion, Il.16.489; of the horse, 19.394; of Typhon, A.Pr.357; bill or beak of birds, E.Ion 159 (lyr.), cf. Ps.-Orac. in Ar.Eq.198: as Adj., ὑπὸ γαμφηλῇσιν ὀδοῦσιν (sic) Man.5.187 (s. v. l.): once in sg., γαμφηλή· ἡ γνάθος ἢ σιαγών, EM221.13.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γαμφηλαί — γαμφηλαί, αι (Α) 1. (για ζώα) σιαγόνες, γνάθοι 2. το ράμφος τών πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. Όμοιος σχηματισμός με το τράχηλος όσον αφορά στο επίθημα. Στην πιθανή σύνδεση με τα γομφός, γομφίος, δημιουργεί δυσκολία το α τής λέξεως. Θεωρήθηκε είτε ότι προήλθε… …   Dictionary of Greek

  • γαμφηλαί — jaws fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμφηλαῖς — γαμφηλαί jaws fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμφηλαῖσι — γαμφηλαί jaws fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμφηλῇς — γαμφηλαί jaws fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμφηλῇσι — γαμφηλαί jaws fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαμφηλῇσιν — γαμφηλαί jaws fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • губа — I губа I., ср. укр. губа рот , болг. гъба – то же, сербохорв. гу̏бица морда, рыло , словен. gȏbǝc морда , чеш. huba, стар. huba морда, рот , польск. gęba рот, морда , в. луж. huba, н. луж. guba. Возм., родственно греч. γαμφαί, γαμφηλαί скулы ,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Gempylus serpens — Schlangenmakrele Schlangenmakrele (Gempylus serpens) Systematik Teilklasse: Echte Knochenfische (Teleostei) Ordnung …   Deutsch Wikipedia

  • Schlangenmakrele — (Gempylus serpens) Systematik Barschverwandte (Percomorpha) Ordnung: Barschartige (Perc …   Deutsch Wikipedia

  • περικρατής — ές, Α·1. συνεκτικός («περικρατεῑς γαμφηλαί», Σιμμ.) 2. αυτός που έχει απόλυτη εξουσία σε κάποιον, κυρίαρχος. επίρρ... περικρατῶς Α με περικρατή τρόπο, με απόλυτη εξουσία σε κάποιον ή, κατ άλλους, με εγκράτεια, με σύνεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”